Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

nu à la fenêtre

   
Την ώρα που τα δόντια του έμπαιναν απαλά στην γυμνή της σάρκα, την ώρα που δάγκωνε για πρώτη φορά το λαιμό και τους ώμους της, ήρθε ξαφνικά σε επαφή με τη γεύση της, μια γεύση πικρή και λίγο αλμυρή, λίγο μόνο αλμυρή, μια στάλα,  -ίσα που να τσιμπάει τα χείλη. Ένιωσε για πρώτη φορά το άρωμα του κορμιού της. Το άρωμα του δικού της κορμιού, γυμνό από κάθε σκέπασμα, από κάθε στολίδι.
Ξαφνιάστηκε. Την περίμενε αλλιώς την μυρωδιά της. Δεν ήταν αυτό το άρωμα, δεν ήταν αυτή η πικρή στα χείλη αίσθηση, η γεύση που είχε ονειρευτεί. Την γυναίκα τούτη την περίμενε μια ζωή. Ήξερε απ'έξω κάθε πιθαμή της, είχε φανταστεί τα μάτια και το χρώμα των μαλλιών της, την ελιά στο λαιμό, τον τρόπο που μιλούσε, το βάδισμά και το κοίταγμά της. Και σίγουρα ήξερε, σίγουρα θα ήξερε τη μυρωδιά της, σίγουρα θα ήξερε τη γεύση της πριν ακόμα την αγγίξει, πριν της κάνει έρωτα εκεί στο μεγάλο κρεβάτι, το γι΄αυτήν στρωμένο.
Κοίταξε τη γυμνή πλάτη, τη γραμμή της σπονδυλικής στήλης, τα λεπτά χέρια, τη μέση, γοφούς και πόδια και για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Δεν θυμόταν αν ήταν όλα όπως τα είχε φανταστεί, δεν θυμόταν και για μια στιγμή – μια στιγμή που ήταν όμως αρκετή- ένιωσε πως ίσως, ίσως δεν ήταν αυτή, δεν ήταν αυτή η γυναίκα κάτοχος κάθε του φαντασίωσης. Στάθηκε εκεί αβέβαιος και ήταν αυτή του η αβεβαιότητα που τον γέμιζε ταραχή, ήταν αυτή του η αβεβαιότητα γι’ αυτήν που είχε μπροστά του, για όσα εκείνη ήθελε, για όσα εκείνη ήξερε, που τον τρέλαινε και με μια βίαιη σχεδόν κίνηση την γύρισε προς το μέρος του, να δει για πρώτη φορά το πρόσωπό της. Και είδε. Ένα πρόσωπο άλλο, ένα πρόσωπο αλλιώτικο, ξένο.  
Μα καθώς κοιτούσε αυτό το άγριο από λαχτάρα πρόσωπο, αυτό το άγνωστο πρόσωπο που δεν είχε συναντήσει ποτέ στα όνειρά του, καθώς κοίταξε τα μάτια που καίγαν και το στόμα που μ’ένα μειδίαμα τον ζύγιζε και τον πόνταρε, ένιωσε να λιγώνει το μέσα του και δεν ήθελε να κάνει βήμα, δεν ήθελε να δραπετεύσει απ΄αυτό το αυθάδες βλέμμα που τον προκαλούσε, μέχρι να νιώσει τα κόκκαλά του να λιώνουν από καύλα. Ήθελε να χαθεί μέσα σ’αυτό το σώμα που ποτέ δεν φαντάστηκε, να ποτίσει από αυτή την αλμυρή και πικρή γεύση, απ’αυτή την πίκρα που μπορούσε να γίνει η γλύκα ολόκληρη, απ’αυτή την αλμύρα που τσιμπούσε, -μόνο λίγο- τσιμπούσε τα χείλη. Ήθελε να χαθεί εκεί κι’ας φοβόταν κι’ας έμενε χαμένος για πάντα, να ξεχάσει το όνειρο και το στρωμένο κρεβάτι, να μείνει σε μια πραγματικότητα που ο έρωτας ανασαίνει πάνω σε δροσερά πλακάκια και τα κορμιά μοιράζονται όλες τις γεύσεις. Και ήταν ο φόβος του μεγάλος και η επιθυμία του μεγάλη κι’αυτή.
Στάθηκε για μια στιγμή, για μια στιγμή στάθηκε και πήρε την απόφασή του.  

   


Φωτογραφία Willy Ronis,  nu à la fenêtre.

Δεν υπάρχουν σχόλια: