Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Dr. karagiozaki

Επιτέλους. Μετά από χρόνια, έξι τον αριθμό, κατάφερα να υποστηρίξω χτες το πρωί τη διδακτορική μου διατριβή. Μεσολάβησε ένας γάμος, δύο παιδιά και δουλειά αλλά ναι, είναι αλήθεια, παρουσίασα!
Τώρα που η έρευνα στην Ελλάδα γίνεται σιγά σιγά το μεγαλύτερο ανέκδοτο, που στο Δημόκριτο μιλάνε για συγχωνεύσεις εργαστηρίων και μειώσεις κονδυλίων στον πάτο της θάλασσας έφτασε η ώρα να πάρω και το τελευταίο μου «χαρτί». Έχει μείνει ένα κενό στον τοίχο και πρέπει να το γεμίσω. Θα το κρεμάσω λοιπόν στον τοίχο μου, στον τοίχο του μυαλού μου, να το κοιτάω τις δύσκολες μέρες, αφού για μένα αυτό το χαρτί πάνω από όλα συμβολίζει την προσπάθεια, την μη παραίτηση, τον καθημερινό αγώνα για όσα φαίνονται μακρινά, δύσκολα,  απίθανα. Αυτό το χαρτί είναι για μένα μόνο για μένα. Για τον προσωπικό μου τοίχο, μόνο γι’αυτόν.
Μετά από δεκαέξι συναπτά έτη, σταματώ σήμερα να είμαι φοιτήτρια. Τόσα χρόνια ο τίτλος αυτός ήταν μεγάλο μέρος μου. Φοιτήτρια. Έστω και εργαζόμενη. Έστω και μητέρα. Πάντα και φοιτήτρια. Μέχρι τώρα. Νιώθω όμορφα που μπορώ να βάλω επιτέλους αυτή την τελεία. Κάποιες τελείες είναι αλήθεια πως φέρνουν νέο αέρα στη ζωή μας. Μας βάζουν σε άλλους δρόμους καινούργιους, γεμάτους από υποσχέσεις για τις νέες μικρές μας περιπέτειες.
Ήρθε η ώρα να «κρεμάσω» την ποδιά μου και να παραδώσω το πάσο μου. Για μένα αυτός ο δρόμος σταματάει κάπου εδώ. Τέλος εποχής. Ευλογημένο τέλος. Όχι ότι στη ζωή μου πρόκειται να αλλάξει τίποτα.

Να, απλά τώρα πια δεν είμαι ένα σκέτο karagiozaki, είμαι Dr. Karagiozaki.
Κάτι είναι και αυτό.

 
 @ Μ.Π.  Ευχαριστώ πολύ, για όλα.




Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

κάθε στιγμή, χαράματα


Θα’θελα να άκουγα μια καντάδα. Μια καντάδα από τα παλιά να έρθει και να σκεπάσει τον ήχο της πόλης. Να παρασύρει στο πέρασμά της την αμφιβολία μιας εποχής που έμελλε να γίνει πιο γενναία, πιο ηρωική, πιο πεισματάρα απ’όσο περίμενε ποτέ η μάνα της. Μια καντάδα να γεμίσει την ψυχή μου, να γυρίσει τη σκέψη, να διώξει το δηλητήριο. Λίγη ομορφιά, αντίδοτο στην αθλιότητα, τη χυδαιότητα και τη μιζέρια. Μια καντάδα του τριάντα, τότε που ακόμα τα λόγια είχαν αξία γιατί οι λέξεις σήμαιναν ακριβώς τον ορισμό τους.
Θα’θελα να άκουγα μια καντάδα, από εκείνες τις μαγικές που ακούγαμε φοιτητές σε κάτι ρεμπετάδικα της κακιάς ώρας, (που πήγαν? υπάρχουν ακόμη στην Αθήνα του ‘11?) και τραγουδούσαμε αγκαλιασμένοι με τα μάτια κλειστά, όλο το μαγαζί μια παρέα. Ένα πακέτο τσιγάρα έκανα κάτι τέτοια βράδια, -θυμάσαι?- και έχω τέσσερα χρόνια να βάλω τσιγάρο στο στόμα μου.
Θα’θελα να άκουγα μια καντάδα, παιγμένη μόνο για πάρτη μου. Κι’ας μην είναι κάτω απ΄το παράθυρό μου, κι’ας μην είναι η αγάπη μου κρυφή και η ζωή μου ταινία. Μια καντάδα κι’ας είναι στο φως του ήλιου, στη μέση του δρόμου, στο κέντρο της πόλης. Όσο υπάρχουμε ακόμη, όσο η φωνή μας ακόμη ηχεί δυνατή, μια καντάδα, να τραγουδήσουμε παρέα.




"Χαράματα η ώρα τρεις
θα ΄ρθω να σε,  θα ΄ρθω να σε ξυπνήσω
κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ
να βγείς να σου, να βγείς να σου μιλήσω"

Το βασίλειό μου, για μια καντάδα.
Κι’ας είναι απ’άλλη εποχή.  Κι’ας περάσαν  χρόνια.